- καρχηδονίζω
- καρχηδονίζω (Α)διάκειμαι φιλικά προς τους Καρχηδονίους, πρόσκειμαι στους Καρχηδονίους.[ΕΤΥΜΟΛ. < Καρχηδών, -όνος + κατάλ. -ίζω (πρβλ. ελλην-ίζω, μακεδον-ίζω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Καρχηδονίζουσαν — Καρχηδονίζω side with the Carthaginians pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)